- γαστρίδιον
- γαστρίδιον, τό, Dim. of γαστήρ, γαστρίον, Ar.Nu.392.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαστρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστριδίου — γαστρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek